- σέβας
- το, πληθ. σέβη, ΝΑσεβασμός, βαθιά υπόληψη (α. «έτρεφε μεγάλο σέβας προς τους γονείς του» β. «σέβας τὸ πρὸ θεῶν», Αισχύλ.)νεοελλ.φρ. «τα σέβη μου»(ως χαιρετισμός σε πρόσωπο άξιο σε βασμού) τα προσκυνήματά μου, τους με ιδιάζουσα εκτίμηση χαιρετισμούς μου («τα σέβη μου στη σύζυγό σας»)αρχ.1. αίσθημα φόβου και σεβασμού που εμποδίζει κάποιον να κάνει κάτι αισχρό («αἰδώς τε σέβας τε», Υμν. Δήμ.)2. θαυμασμός, έκπληξη, συστολή που καταλαμβάνει κάποιον μπροστά σε ένα απροσδόκητο θέαμα («σέβας μ' ἔχει εἰσορόωντα», Ομ. Οδ.)3. καθετί που προκαλεί σεβασμό, η μεγαλοπρέπεια, το μεγαλείο («θεῶν σέβη», Αισχύλ.)4. καθετί που προκαλεί θαυμασμό («πᾱσι τοῑς ἐκεῑ σέβας», Σοφ.)5. (σε συνεκφορά με λέξη που δηλώνει συν. πρόσωπο) σεβαστός («ὦ μητρὸς ἐμῆς σέβας» — σεβαστή μου μητέρα, Αισχύλ.)6. (κατά τον Ησύχ.) «σέβαςτιμή, θαῡμα, θάμβος, ἔκπληξις, αἰδώς»7. φρ. «σέβας ἐμπόρων» — λόφος που είχε ανεγερθεί προς τιμήν νεκρού και χρησίμευε ως σημείο ένδειξης τής οδού ή τής χώρας (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεβ- τού σέβομαι* + κατάλ. -ας τών ουδ. αρχαϊκού τύπου σε -ας (πρβλ. γέρ-ας, κέρ-ας)].
Dictionary of Greek. 2013.